- κρονστεντίτης
- ο(ορυκτ.) σπάνιο ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού σιδήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cronstedtite < γερμ. cronstedit < όν. τού βαρώνου Ax. Cronstedt, Σουηδού ορυκτολόγου, + κατάλ. -it].
Dictionary of Greek. 2013.